βασανιζόμενος

βασανιζόμενος
afflicted

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βασανιζόμενος — βασανίζω rub upon the touch stone pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Μπόιτο — (Boito). Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) Ιταλών που διακρίθηκαν ιδιαίτερα στις τέχνες. 1. Αρίγκο (Arigo, Πάντοβα 1842 – Μιλάνο 1918). Συνθέτης, ποιητής, λιμπρετίστας, μουσικός και θεατρικός κριτικός. Υπήρξε, μαζί με τον Εμίλιο Πράγκα, από νέος, μια …   Dictionary of Greek

  • Νίτσε, Φρίντριχ Βίλχελμ — (Friedrich Wilhelm Nietzsche, Ρέκεν, Λίτσεν 1844 – Βαϊμάρη 1900). Γερμανός φιλόσοφος και δοκιμιογράφος. Ξεκίνησε με μεγαλοφυείς και βαθύτατες φιλοσοφικές μελέτες, που του χάρισαν, σε ηλικία μόλις εικοσιπέντε ετών, την έδρα της κλασικής φιλολογίας …   Dictionary of Greek

  • Τολστόι — Επώνυμο Ρώσων συγγραφέων, καλλιτεχνών και κοινωνικών παραγόντων, που είχαν τον τίτλο του κόμη. 1. Αλεξέι Κονσταντίνοβιτς (Πετρούπολη 1817 – Κράνσι Ρογκ, Τσερνίγκοφ 1875). Ποιητής, πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας). Από αριστοκρατική οικογένεια …   Dictionary of Greek

  • ՏԱՆՋԱՆԱՒՈՐ — (ի, աց.) NBH 2 0844 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c ա. βασανιζόμενος cruciatus, qui poenam subit. Պատժաւոր կրօղ զտանջանս. *Կորզեաց զոգիս տանջանաւորացն յինքն, տեսեալ զոգիս տանջանաւորաց նեղեալս ʼի դժոխս: Ի խաւարի է… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”